Μετάβαση στο περιεχόμενο

υπανάπτυκτος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπανάπτυκτος η υπανάπτυκτη το υπανάπτυκτο
      γενική του υπανάπτυκτου της υπανάπτυκτης του υπανάπτυκτου
    αιτιατική τον υπανάπτυκτο την υπανάπτυκτη το υπανάπτυκτο
     κλητική υπανάπτυκτε υπανάπτυκτη υπανάπτυκτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπανάπτυκτοι οι υπανάπτυκτες τα υπανάπτυκτα
      γενική των υπανάπτυκτων των υπανάπτυκτων των υπανάπτυκτων
    αιτιατική τους υπανάπτυκτους τις υπανάπτυκτες τα υπανάπτυκτα
     κλητική υπανάπτυκτοι υπανάπτυκτες υπανάπτυκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπανάπτυκτος < υπο- + αναπτύσσω + -τος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική underdeveloped[1] [2])

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.paˈna.pti.ktos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /i.paˈna.pti.kti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /i.paˈna.pti.kto/ ουδέτερο

Επίθετο

[επεξεργασία]

υπανάπτυκτος, -η, -ο

  1. που έχει ελλιπή ανάπτυξη κι εξέλιξη
      υπανάπτυκτη βλάστηση / χώρα / περιοχή
  2. (μεταφορικά) που έχει μειωμένη μόρφωση ή αγωγή, απολίτιστος
  3. (βιολογία) που δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς (για σωματικά όργανα)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. υπανάπτυκτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. υπανάπτυκτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)