υπανάπτυκτος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπανάπτυκτος < υπο- + αναπτύσσω + -τος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική underdeveloped[1] [2])
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.paˈna.pti.ktos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /i.paˈna.pti.kti/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /i.paˈna.pti.kto/ ουδέτερο
Επίθετο
[επεξεργασία]υπανάπτυκτος, -η, -ο
- που έχει ελλιπή ανάπτυξη κι εξέλιξη
- ⮡ υπανάπτυκτη βλάστηση / χώρα / περιοχή
- (μεταφορικά) που έχει μειωμένη μόρφωση ή αγωγή, απολίτιστος
- (βιολογία) που δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς (για σωματικά όργανα)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- υπανάπτυξη / υποανάπτυξη
- → δείτε τις λέξεις υπό και αναπτύσσω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπανάπτυκτος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ υπανάπτυκτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ υπανάπτυκτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τος (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)