διαγενετικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: διαγενεακός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαγενετικός η διαγενετική το διαγενετικό
      γενική του διαγενετικού της διαγενετικής του διαγενετικού
    αιτιατική τον διαγενετικό τη διαγενετική το διαγενετικό
     κλητική διαγενετικέ διαγενετική διαγενετικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαγενετικοί οι διαγενετικές τα διαγενετικά
      γενική των διαγενετικών των διαγενετικών των διαγενετικών
    αιτιατική τους διαγενετικούς τις διαγενετικές τα διαγενετικά
     κλητική διαγενετικοί διαγενετικές διαγενετικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαγενετικός < διαγένεση + -τικός (1.(μεταφραστικό δάνειο) αγγλική diagenetic·[1] 2.(μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transgenic[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική transgénique[1])

Επίθετο[επεξεργασία]

διαγενετικός

  1. (γεωλογία) που έχει σχέση με τη διαγένεση ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (βιολογία) διαγονιδιακός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 1,2 διαγενετικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)