architrave
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
architrave (en)
- (αρχιτεκτονική) το επιστύλιο
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
architrave | architraves |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
architrave (fr) θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) το επιστύλιο
- (ναυτικός όρος) δοκάρι που υποστηρίζει ορισμένα μέρη ενός πλοίου