δοκάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δοκάρι | τα | δοκάρια |
γενική | του | δοκαριού | των | δοκαριών |
αιτιατική | το | δοκάρι | τα | δοκάρια |
κλητική | δοκάρι | δοκάρια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δοκάρι < (μεσαιωνικός τύπος): δοκάριον < δοκός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δοκάρι ουδέτερο
- στενό ξύλο και μακρύ για στέγες σπιτιών, πατώματος. Η δοκός.