μονοκλωνικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μονοκλωνικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: monoclonal < αρχαία ελληνική μόνος + ελληνιστική κοινή κλῶνος
Επίθετο[επεξεργασία]
μονοκλωνικός, -ή, -ό
- (βιολογία) που φέρει ή παράγεται από ένα μόνο κλώνο κυττάρων
- ※ Τα μονοκλωνικά αντισώματα αναμένεται να βοηθήσουν στην πρόληψη των νοσηλειών, στην αποτροπή των σοβαρών λοιμώξεων, στη μείωση της ζήτησης εξειδικευμένων υπηρεσιών υγείας, καθώς επίσης και στη μείωση της επιβάρυνσης του υγειονομικού συστήματος. (εφ. Το Βήμα, 21.11.2020)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μονοκλωνικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)