αποτροπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποτροπή | οι | αποτροπές |
γενική | της | αποτροπής | των | αποτροπών |
αιτιατική | την | αποτροπή | τις | αποτροπές |
κλητική | αποτροπή | αποτροπές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποτροπή < αρχαία ελληνική ἀποτροπή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποτροπή θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αποτρέπω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποτροπή