λυσίνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λυσίνη οι λυσίνες
      γενική της λυσίνης των λυσινών
    αιτιατική τη λυσίνη τις λυσίνες
     κλητική λυσίνη λυσίνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
λυσίνη < λύσ(ις) + -ίνη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
Συντακτικός τύπος λυσίνης

λυσίνη θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]