propaganda
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
propaganda (en)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- propaganda < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | propaganda | propagandaj |
αιτιατική | propagandan | propagandajn |
propaganda (eo)
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
propaganda (pl) θηλυκό
- η προπαγάνδα
- (κατʼ επέκταση) η κρατική υπηρεσία που έχει αναλάβει την προπαγάνδα