φιλελεύθερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιλελεύθερος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φιλελεύθερος < αρχαία ελληνική φίλος + ἐλεύθερος
- πολιτική σημασία: (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική liberal
- και ουσιαστικοποιημένο αρσενικό
Επίθετο
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φιλελεύθερος | η | φιλελεύθερη | το | φιλελεύθερο |
γενική | του | φιλελεύθερου | της | φιλελεύθερης | του | φιλελεύθερου |
αιτιατική | τον | φιλελεύθερο | τη | φιλελεύθερη | το | φιλελεύθερο |
κλητική | φιλελεύθερε | φιλελεύθερη | φιλελεύθερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φιλελεύθεροι | οι | φιλελεύθερες | τα | φιλελεύθερα |
γενική | των | φιλελεύθερων | των | φιλελεύθερων | των | φιλελεύθερων |
αιτιατική | τους | φιλελεύθερους | τις | φιλελεύθερες | τα | φιλελεύθερα |
κλητική | φιλελεύθεροι | φιλελεύθερες | φιλελεύθερα | |||
Συγκρίνετε με την κλίση του ουσιαστικοποιημένου φιλελεύθερος. | ||||||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
φιλελεύθερος, -η, -ο
- που αγαπάει την ελευθερία
- που έχει προοδευτικές ιδέες οι οποίες αφορούν τη διεύρυνση της κοινωνικής και οικονομικής ελευθερίας και ταυτόχρονα εκφράζει μια δυσπιστία σχετικά με παλαιότερους θεσμούς
- (πολιτική) που χαρακτηρίζεται ως φιλελεύθερος, οπαδός του φιλελευθερισμού και κομμάτων που χαρακτηρίζονται ως 'φιλελεύθερα'
- (στην Ευρώπη): συντηρητικός, κεντρώος
- (στις ΗΠΑ): προοδευτικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αντιφιλελεύθερος
- νεοφιλελευθερισμός
- νεοφιλελεύθερος
- φιλελευθερισμός
- φιλελευθεροποίηση
- φιλελευθεροποιώ
→ και δείτε τις λέξεις φίλος, ελεύθερος και ελευθερία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φιλελεύθερος | οι | φιλελεύθεροι |
γενική | του | φιλελεύθερου & φιλελευθέρου |
των | φιλελεύθερων & φιλελευθέρων |
αιτιατική | τον | φιλελεύθερο | τους | φιλελεύθερους & φιλελευθέρους |
κλητική | φιλελεύθερε | φιλελεύθεροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
φιλελεύθερος
- (πολιτική) οπαδός του πολιτικού φιλελευθερισμού
- (πολιτική, οικονομία) οπαδός του οικονομικού φιλελευθερισμού
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιλελεύθερος < αρχαία ελληνική (φίλος) φιλ- + ἐλεύθερος
Επίθετο
[επεξεργασία]φιλελεύθερος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που αγαπά την ελευθερία
Αναφορές
[επεξεργασία]- φιλελεύθερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Δισυπόστατοι δανεισμοί (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα φιλ- (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)