typically
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | typically |
συγκριτικός | more typically |
υπερθετικός | most typically |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈtɪp.ɪ.kl.i/
- ⓘ
Επίρρημα[επεξεργασία]
typically (en)