typically

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός typically
συγκριτικός more typically
υπερθετικός most typically

Ετυμολογία [επεξεργασία]

typically < typical + -ly

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈtɪp.ɪ.kl.i/
 

Επίρρημα[επεξεργασία]

typically (en)

  • τυπικά, τυπικώς, συνήθως
    He is typically the only one in charge.
    Είναι τυπικά μόνο υπεύθυνος.
    The 21st of May is typically the start of spring.
    Η 21η Μαρτίου είναι τυπικά η αρχή της άνοιξης.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη usually

Πηγές[επεξεργασία]