punch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
punch punches

punch (en)

  1. η μπουνιά, η γροθιά (χτύπημα με τη γροθιά)
  2. (μη μετρήσιμο) η πυγμή, η ισχύς, η δύναμη
  3. το τσαγανό
  4. το διατρητικό εργαλείο, οζουμπάς

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας punch
γ΄ ενικό ενεστώτα punches
αόριστος punched
παθητική μετοχή punched
ενεργητική μετοχή punching

punch (en)

  1. γρονθοκοπώ, δίνω γροθιά
    • η ώθηση μιας γροθιάς
  2. punch through: διατρυπώ, διαπερνώ

Συγγενικά[επεξεργασία]