punch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
punch | punches |
punch (en)
- η μπουνιά, η γροθιά (χτύπημα με τη γροθιά)
- (μη μετρήσιμο) η πυγμή, η ισχύς, η δύναμη
- το τσαγανό
- το διατρητικό εργαλείο, οζουμπάς
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | punch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | punches |
αόριστος | punched |
παθητική μετοχή | punched |
ενεργητική μετοχή | punching |
punch (en)