punch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
punch punches

punch (en)

  1. η μπουνιά, η γροθιά, το χτύπημα με τη γροθιά
    ⮡  He knocked out his opponent with one punch.
    Έβγαλε νοκ άουτ τον αντίπαλο με μια γροθιά.
  2. (μη μετρήσιμο) η πυγμή, η ισχύς, η δύναμη
  3. (εργαλείο) το περφορατέρ, ο ζουμπάς, το διατρητικό εργαλείο
    ⮡  a single hole punch - περφορατέρ 1 οπής
    ⮡  a two-hole punch with a guide - περφορατέρ με οδηγό 2 οπών
ενεστώτας punch
γ΄ ενικό ενεστώτα punches
αόριστος punched
παθητική μετοχή punched
ενεργητική μετοχή punching

punch (en)

  1. γρονθοκοπώ, δίνω γροθιά
    • η ώθηση μιας γροθιάς
  2. punch through: διατρυπώ, διαπερνώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]