περφορατέρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ένα κλασικό, κανονικού μεγέθους, περφορατέρ

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περφορατέρ < γαλλική perforateur

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περφορατέρ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

διατρητής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]