φορτηγίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φορτηγίδα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) η μαούνα
- (ναυτικός όρος) πλωτό μέσο μεταφοράς εμπορευμάτων με χαμηλή καρίνα, κατάλληλο για ποτάμιες μεταφορές (barge)