μπάριζα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπάριζα οι μπάριζες
      γενική της μπάριζας των μπάριζων
    αιτιατική την μπάριζα τις μπάριζες
     κλητική μπάριζα μπάριζες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπάριζα < (άμεσο δάνειο) αγγλική barge[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπάριζα ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος) φορτηγίδα για τροφοδοσία πλοίου, συνηθέστερα μηχανοκίνητη
  • (συνεκδοχικά) μικρή υδροφόρα ή πετρελαιοφόρο λιμένος που ανεφοδιάζει ελλιμενισμένα πλοία
    ※  Όπως επισημαίνουν αδιαμφισβήτητες πηγές, στο πλαίσιο του Poseidon Med οι Ιταλοί κατέθεσαν πρόταση για την κατασκευή ενός πλοίου που θα μετέφερε μέχρι πέντε μικρά bunker barge (μπάριζες) μεταφοράς κοντέινερ, ώστε να έχουν τη δυνατότητα να εξυπηρετήσουν τόσο τα λιμάνια της χώρας όσο και τις ποτάμιες μεταφορές (Τι κάνουν οι Ιταλοί στην Αδριατική χάρη στην αδιαφορία της Ελλάδας, logistics-management.gr, 3/12/2017, [1])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Γεώργιος Χαλκιόπουλος, Πεντάγλωσσον λεξιλόγιον τεχνικών όρων Αθήνα, 1960, σελ. 352