κεντητική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κεντητική | οι | κεντητικές |
γενική | της | κεντητικής | των | κεντητικών |
αιτιατική | την | κεντητική | τις | κεντητικές |
κλητική | κεντητική | κεντητικές | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κεντητική: ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κεντητικός - εννοείται το ουσιαστικό τέχνη
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /cen.di.tiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ντη‐τι‐κή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κεντητική θηλυκό
- (εφαρμοσμένη τέχνη) η τέχνη του κεντήματος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κεντητική
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κεντητική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κεντητικός
Πηγές
[επεξεργασία]- κεντητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κεντητικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κεντητική (ελληνιστική κοινή)
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κεντητικός: αυτή που κεντρίζει, τσιμπάει
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εφαρμοσμένες τέχνες (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)