κεντητική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κεντητική | οι | κεντητικές |
γενική | της | κεντητικής | των | κεντητικών |
αιτιατική | την | κεντητική | τις | κεντητικές |
κλητική | κεντητική | κεντητικές | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κεντητική < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κεντητική θηλυκό
- κλάδος της υφαντουργίας που ασχολείται με την κέντηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κεντητική
|