τερματικό
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τερματικό ουδέτερο
- (τεχνολογία, δίκτυο υπολογιστών) ο ακραίος κόμβος (node) σε ένα δίκτυο όπου εισάγονται ή εξάγονται πληροφορίες και ηλεκτρικά σήματα, όπως ένα τηλέφωνο, ένας υπολογιστής, ένα ΑΤΜ τράπεζας, ένας εκτυπωτής, κλπ.
- (πληροφορική) υπολογιστής σε δίκτυο, όπου εισάγονται ή εξάγονται δεδομένα
- ※ Οι τερματικοί κόμβοι (terminal nodes). Αυτού του είδους οι κόμβοι είναι αυτοί που στέλνουν και λαμβάνουν τα δεδομένα μέσα στο δίκτυο. Μια άλλη ονομασία που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για τους τερματικούς κόμβους, είναι αυτή των “hosts”. Τέτοιου είδους κόμβοι είναι οι υπολογιστές, τα έξυπνα τηλέφωνα, οι εκτυπωτές δικτύου, κλπ. [1]
- (πληροφορική) πρόγραμμα εξομοίωσης κονσόλας, που ανοίγει ένα παράθυρο γραμμής εντολών μέσα σε ένα γραφικό περιβάλλον
Συγγενικά
[επεξεργασία]Υπερώνυμα
[επεξεργασία]- (δίκτυο υπολογιστών) ξένιος (host)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Γιώργος Τράντζας, Ανταλλαγή Αρχείων - Πώς λειτουργεί το P2P και τα Torrent, από pcsteps.gr. Δημοσίευση 2016-05-13. Αρχειοθέτηση 2019-09-03. Προσπέλαση 2020-08-17.
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)