ΑΤΜ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈei ti ˈem/ (χρησιμοποιείται η αγγλική προφορά)
Συντομομορφή
[επεξεργασία]ΑΤΜ ουδέτερο αρκτικόλεξο
- μηχάνημα αυτόματων συναλλαγών (π.χ. σε τράπεζες)