μοντερνισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μοντερνισμός οι μοντερνισμοί
      γενική του μοντερνισμού των μοντερνισμών
    αιτιατική τον μοντερνισμό τους μοντερνισμούς
     κλητική μοντερνισμέ μοντερνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοντερνισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική modernisme + -ισμός < moderne < λατινική modernus < modus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *med-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μοντερνισμός αρσενικό

  1. η ιδιότητα του μοντέρνου
  2. η τάση να είναι κάποιος μοντέρνος
  3. η τάση απόκτησης νεωτεριστικών αντιλήψεων και αποδοχής νεωτερικών τρόπων, ρευμάτων κ.λπ.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]