μοντερνισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μοντερνισμός < (άμεσο δάνειο) γαλλική modernisme + -ισμός < moderne < λατινική modernus < modus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *med-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μοντερνισμός αρσενικό
- η ιδιότητα του μοντέρνου
- η τάση να είναι κάποιος μοντέρνος
- η τάση απόκτησης νεωτεριστικών αντιλήψεων και αποδοχής νεωτερικών τρόπων, ρευμάτων κ.λπ.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- μοντερνιστής
- μοντερνιστικός
- μοντερνίστρια
- → δείτε τη λέξη μεταμοντερνισμός
- → δείτε τη λέξη μοντέρνος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμός (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)