μοντερνιστικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μοντερνιστικός η μοντερνιστική το μοντερνιστικό
      γενική του μοντερνιστικού της μοντερνιστικής του μοντερνιστικού
    αιτιατική τον μοντερνιστικό τη μοντερνιστική το μοντερνιστικό
     κλητική μοντερνιστικέ μοντερνιστική μοντερνιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μοντερνιστικοί οι μοντερνιστικές τα μοντερνιστικά
      γενική των μοντερνιστικών των μοντερνιστικών των μοντερνιστικών
    αιτιατική τους μοντερνιστικούς τις μοντερνιστικές τα μοντερνιστικά
     κλητική μοντερνιστικοί μοντερνιστικές μοντερνιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μοντερνιστικός < μοντερνισμός / μοντερνιστής + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

μοντερνιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]