Μετάβαση στο περιεχόμενο

μακροζωία

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: μακροζωΐα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μακροζωία οι μακροζωίες
      γενική της μακροζωίας
    αιτιατική τη μακροζωία τις μακροζωίες
     κλητική μακροζωία μακροζωίες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μακροζωία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μακροζωΐα[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ma.kɾo.zoˈi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μακροζωία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μακροζωία θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]