μακροζωία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μακροζωία | οι | μακροζωίες |
γενική | της | μακροζωίας | — | |
αιτιατική | τη | μακροζωία | τις | μακροζωίες |
κλητική | μακροζωία | μακροζωίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μακροζωία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μακροζωΐα[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ma.kɾo.zoˈi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μα‐κρο‐ζω‐ί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μακροζωία θηλυκό
- η μεγάλη διάρκεια ζωής, το να φτάνει κανείς σε πολύ μεγάλη ηλικία, να ζει πολλά χρόνια
- ⮡ Είναι πασίγνωστη η μακροζωία των ορεσίβιων κατοίκων του Καυκάσου.
- ≈ συνώνυμα: μακροβιότητα, μακροημέρευση
- ≠ αντώνυμα: ολιγοζωία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μακροζωία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ μακροζωία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)