cilium
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cilium < → λείπει η ετυμολογία Συγγενές με το (αρχαία ελληνική) κυλίς και κύλα (=τα κοιλώματα κάτω από τα μάτια)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cilium ουδέτερο
- (το κάτω) βλέφαρο
- extremum ambitum genae superioris antiqui cilium vocavere, unde et supercilia (Plinius, Naturalis Historia, 11, 61)
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cilium | cilia |
γενική | ciliī & cili | ciliōrum |
δοτική | ciliō | ciliīs |
αιτιατική | cilium | cilia |
κλητική | cilium | cilia |
αφαιρετική | ciliō | ciliīs |