γάγγραινα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γάγγραινα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γάγγραινα[1] < γράω, ροκανίζω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɣaŋ.ɡɾe.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γάγ‐γραι‐να
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γάγγραινα θηλυκό
- νέκρωση και σήψη ιστών του σώματος ως συνέπεια παύσης της κυκλοφορίας του αίματος
- (μεταφορικά)κάτι που σαπίζει, διαφθείρει και απλώνεται σταδιακά
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ γάγγραινα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)