γάγγραινα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γάγγραινα οι γάγγραινες
      γενική της γάγγραινας των γαγγραινών
    αιτιατική τη γάγγραινα τις γάγγραινες
     κλητική γάγγραινα γάγγραινες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γάγγραινα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γάγγραινα[1] < γράω, ροκανίζω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɣaŋ.ɡɾe.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γάγ‐γραι‐να

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γάγγραινα θηλυκό

  1. νέκρωση και σήψη ιστών του σώματος ως συνέπεια παύσης της κυκλοφορίας του αίματος
  2. (μεταφορικά)κάτι που σαπίζει, διαφθείρει και απλώνεται σταδιακά

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]