Μετάβαση στο περιεχόμενο

atom

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Atom

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

atom (en)

  1. (φυσική, χημεία) το άτομο
  2. (λογική) η ατομική πρόταση
     συνώνυμα: atomic formula, prime formula
     αντώνυμα: compound formula, compound proposition
    δείτε επίσης: atomic formula στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Αλβανικά (sq)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

atom (sq)



Πολωνικά (pl)

[επεξεργασία]

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

atom (pl) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ρουμανικά (ro)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

atom (ro)



Τσεχικά (cs)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

atom (cs) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]