pillar
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pillar | pillars |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pillar (en)
- (αρχιτεκτονική) η κολόνα, ο κίονας, η στήλη, ο στύλος
- ↪ the pillars of the Parthenon - οι κολόνες/στήλες του Παρθενώνα
- ↪ the pillars of a temple - οι στύλοι ενός ναού
- η στήλη, μια μάζα από κάτι που έχει σχήμα στήλης
- ↪ a pillar of smoke/fire - μια στήλη καπνού/φωτιάς
- η κολόνα, ο στύλος, ένα σημαντικό μέλος σε κάτι
- ↪ Her father is the pillar of their family.
- Ο πατέρας της είναι η κολόνα/ο στύλος της οικογένειας τους.
- ↪ Her father is the pillar of their family.
- ο στύλος, ένα βασικό μέρος ή χαρακτηριστικό ενός συστήματος, οργάνωσης, πεποιθήσεων κτλ.
- ↪ one of the pillars of the church - ένας από τους στύλους της εκκλησίας
Πηγές
[επεξεργασία]- pillar - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 460, 819, 828. ISBN 9780194325684., λήμμα: κολόνα, στήλη, στύλος