cap
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cap | caps |
cap (en)
- (ενδυμασία) το καπέλο
- προστατευτικό κάλυμμα
- το καπάκι
- σφράγισμα για δόντια
- η κορυφή ενός βουνού
- το ανώτερο τμήμα ενός μανιταριού
- μικρή ποσότητα εκρηκτικής ύλης που χρησιμεύει για να προκαλέσει την έκρηξη μιας μεγαλύτερης ποσότητας
- (αργκό) η σφαίρα για να πυροβολήσεις κάποιον
- (μαθηματικά) το σύμβολο ∩ που δηλώνει την τομή δύο συνόλων
- ένα ανώτατο όριο
- κεφαλαίο γράμμα
- η συμμετοχή για έναν ποδοσφαιριστή σε διεθνή αγώνα, πχ με την εθνική ομάδα
- το κιονόκρανο
- (ΗΒ) το αντισυλληπτικό διάφραγμα
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | cap |
γ΄ ενικό ενεστώτα | caps |
αόριστος | capped |
παθητική μετοχή | capped |
ενεργητική μετοχή | capping |
cap (en)
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cap (fr) αρσενικό
Κατηγορίες:
- Pages using the Phonos extension
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ενδυμασία (αγγλικά)
- Αργκό (αγγλικά)
- Μαθηματικά (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'stop' (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Γεωγραφία (γαλλικά)