hat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hat | hats |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hat (en) ουδέτερο
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
hat (de)
- γ' ενικό πρόσωπο του ενεστώτα της οριστικής του ρήματος haben