μελανίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μελανίνη θηλυκό
- (βιολογία) ουσία των μελανοκυττάρων που φέρονται στην επιδερμίδα, το φτέρωμα και στα λέπια, η οποία απορροφά την ηλιακή ακτινοβολία και είναι υπεύθυνη για το μαύρο χρωματισμό τους.