παρανομία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρανομία οι παρανομίες
      γενική της παρανομίας των παρανομιών
    αιτιατική την παρανομία τις παρανομίες
     κλητική παρανομία παρανομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρανομία < αρχαία ελληνική παρανομία < παράνομος < παρά + νόμος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.ɾa.noˈmi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρανομία θηλυκό

  1. κάθε πράξη που παραβιάζει ή αντιτίθεται στους άγραφους και γραπτούς νόμους
    οι παρανομίες των διευθυντών οδήγησαν την εταιρεία σε πτώχευση
  2. το σύνολο των παράνομων ενεργειών
    ζει στο βούρκο της παρανομίας

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρανομί αἱ παρανομίαι
      γενική τῆς παρανομίᾱς τῶν παρανομιῶν
      δοτική τῇ παρανομί ταῖς παρανομίαις
    αιτιατική τὴν παρανομίᾱν τὰς παρανομίᾱς
     κλητική ! παρανομί παρανομίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρανομί
γεν-δοτ τοῖν  παρανομίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παρανομία < παράνομος + -ία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παρανομία θηλυκό