περατότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περατότητα οι περατότητες
      γενική της περατότητας των περατοτήτων
    αιτιατική την περατότητα τις περατότητες
     κλητική περατότητα περατότητες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περατότητα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περατότητα θηλυκό

  • το να έχει κάτι τέλος-όρια-λήξη, το να είναι πεπερασμένο, το να μην είναι άπειρο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]