κάμβιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάμβιο τα κάμβια
      γενική του κάμβιου
καμβίου
των κάμβιων
καμβίων
    αιτιατική το κάμβιο τα κάμβια
     κλητική κάμβιο κάμβια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κάμβιο (cambium): μανδύας μεταξύ του ξύλου (wood) και του φλοιού (bark) στον κορμό

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάμβιο < (άμεσο δάνειο) υστερολατινική cambium < γαλατική cambion (αλλαγή) < πρωτοκελτική *kambos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ḱh₂mbós / *(s)kh₂mbós (στραβός, στρεβλός)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkaɱ.vi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάμ‐βι‐ο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάμβιο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]