patent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
patent (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
patent (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
patent στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | patent | patents |
θηλυκό | patente | patentes |
patent (fr)