μαίανδρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαίανδρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μαίανδρος < αρχαία ελληνική Μαίανδρος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈme.an.ðɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μαί‐αν‐δρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαίανδρος αρσενικό
- γραμμικό διακοσμητικό σχήμα με ορθές γωνίες και ελισσόμενες ευθείες
- οι πολύ κλειστές στροφές ενός ποταμού
- → και δείτε Μαίανδρος, ποταμός της αρχαίας Λυδίας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσκαλος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)