λευκίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λευκίνη | οι | λευκίνες |
γενική | της | λευκίνης | των | λευκινών |
αιτιατική | τη | λευκίνη | τις | λευκίνες |
κλητική | λευκίνη | λευκίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λευκίνη θηλυκό
- (βιοχημεία, αμινοξύ) ένα από το πιο διαδεδομένο από τα αμινοξέα που βρίσκονται στις πρωτεΐνες. Ανήκει στα απαραίτητα αμινοξέα. Παίζει βασικό ρόλο στη σωστή ανάπτυξη των παιδιών, ενώ στους ενήλικες συμβάλλει στη διατήρηση του ισοζυγίου του αζώτου. Έχει τύπο (CH3)2-CH-CH2-CH(NH2)-COOH και σύμβολο Leu ή L. Είναι ισομερής με την ισολευκίνη.