υποκειμενικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποκειμενικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποκειμενικότητα θηλυκό
- η αντίληψη για κάτι ή κάποιον, με βάση προσωπικά πιστεύω και προσωπικές γνώμες
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποκειμενικότητα