φιλτράρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φιλτράρισμα < φιλτράρω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιλτράρισμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του φιλτράρω για υλικές ουσίες αλλά και συναισθήματα, σκέψεις, γνώσεις
- (προγραμματισμός) η διαδικασία κατά την οποία μία ακολουθία (sequence) ή ροή (stream) δεδομένων επεξεργάζεται και παράγει μία νέα ακολουθία ή ροή