Μετάβαση στο περιεχόμενο

συναφής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συναφής η συναφής το συναφές
      γενική του συναφούς* της συναφούς του συναφούς
    αιτιατική τον συναφή τη συναφή το συναφές
     κλητική συναφή(ς) συναφής συναφές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συναφείς οι συναφείς τα συναφή
      γενική των συναφών των συναφών των συναφών
    αιτιατική τους συναφείς τις συναφείς τα συναφή
     κλητική συναφείς συναφείς συναφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συναφής < αρχαία ελληνική συναφής < συνάπτω


Επίθετο

[επεξεργασία]

συναφής, -ής, -ές

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]