material
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
material (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
material | materiais |
material (pt) αρσενικό
- το υλικό
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
material (ro)
Επίθετο[επεξεργασία]
material (ro)