stud
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stud | studs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stud (en)
- παπουτσόκαρφο, καρφάκι
- επιβήτορας (άλογο)
- μανικετόκουμπο, κουμπί
- κατακόρυφο ξύλο που στηρίζει μικρότερα οριζόντια (laths) ώστε να στηριχτεί πάνω τους ο σοβάς