καρδιοκατακτητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καρδιοκατακτητής < καρδιά + -ο- + κατακτητής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]καρδιοκατακτητής αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καρδιοκατακτητής