διάδημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διάδημα < διαδέω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈði̯a.ði.ma/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διάδημα ουδέτερο
- Ταινία που δένεται γύρω στο κεφάλι ανδρών ή γυναικών και συγκρατεί τα μαλλιά.
- στέμμα,κορόνα (π.χ για τον Πάπα),τιάρα