οφίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οφίτης | οι | οφίτες |
γενική | του | οφίτη | των | οφιτών |
αιτιατική | τον | οφίτη | τους | οφίτες |
κλητική | οφίτη | οφίτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οφίτης < αρχαία ελληνική ὀφίτης
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /oˈfi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐φί‐της
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]οφίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ο σερπεντίνης λίθος
- ※ Ο σερπεντίνης ή οφίτης οφείλει το όνομά του στη μορφή των διαφόρων φλεβών (νερών) που διασχίζουν τη μάζα του. Αποτελείται απο διάφορα ορυκτά, απο τα οποία το κυριότερο είναι το ομώνυμο οφίτης (ένυδρο βασικό πυριτικό μαγνήσιο).
- Μαρία Μπαρμπαρούση, Διερεύνηση δομικών υλικών, πτυχιακή εργασία, Τμήμα Πολιτικών Δομικών Έργων, ΤΕΙ Πειραιά, Φεβρουάριος 2013, σελ. 68
- ※ Ο σερπεντίνης ή οφίτης οφείλει το όνομά του στη μορφή των διαφόρων φλεβών (νερών) που διασχίζουν τη μάζα του. Αποτελείται απο διάφορα ορυκτά, απο τα οποία το κυριότερο είναι το ομώνυμο οφίτης (ένυδρο βασικό πυριτικό μαγνήσιο).
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οφίτης
→ δείτε τη λέξη σερπεντίνης |
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)