κυμογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυμογράφος < κύμα + -γράφος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική ondographe)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ci.moˈɣɾa.fos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυμογράφος αρσενικό
- (ιατρική) άλλη μορφή του κυματογράφος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυμογράφος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)