Μετάβαση στο περιεχόμενο

ψυχολογία

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Ψυχολογία

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχολογία οι ψυχολογίες
      γενική της ψυχολογίας των ψυχολογιών
    αιτιατική την ψυχολογία τις ψυχολογίες
     κλητική ψυχολογία ψυχολογίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψυχολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική psychologie < αρχαία ελληνική ψυχ(ή) ψυχο- + -λογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /psi.xo.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψυχολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψυχολογία θηλυκό

  1. (ιατρική) επιστήμη που μελετά τη σκέψη και τη συμπεριφορά των ανθρώπων
    παράδειγμα  σπουδάζω ψυχολογία
  2. (συνεκδοχικά) το πως νοιώθει κάποιος
    παράδειγμα  Η ψυχολογία μου τελευταία δεν είναι πολύ καλά.
     συνώνυμα: διάθεση, όρεξη

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • ανεβάζω την ψυχολογία κάποιου: κάνω κάποιον χαρούμενο
  • ρίχνω την ψυχολογία κάποιου: κάνω κάποιον άκεφο

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]