tempering
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tempering (en)
- μετριασμός
- (μουσική) συγκερασμός
- ≈ συνώνυμα: temperament (πιο συνηθισμένο)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
tempering (en)