διαμελισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαμελισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου διαμελίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
διαμελισμένος, -η, -ο
- που έχει διαμελιστεί