toxic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- toxic < (άμεσο δάνειο) γαλλική toxique < υστερολατινική toxicus < λατινική toxicum < αρχαία ελληνική τοξικόν (φάρμακον) < τοξικός < τόξον < πρωτοϊρανική *taxša < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tekʷ- (τρέχω, τρέπομαι σε φυγή)
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
toxic (en)
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊρανική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)