συναρμοδιότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συναρμοδιότητα < συναρμόδι(ος) + -ότητα. Μορφολογικά, συν- + αρμοδιότητα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.naɾ.mo.ðiˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ναρ‐μο‐δι‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συναρμοδιότητα θηλυκό
- (νεολογισμός) η από κοινού αρμοδιότητα
- ※ Συναρμοδιότητα των βρετανικών ανεξάρτητων αρχών ρύθμισης των τηλεπικοινωνιών (OFCOM) και του ανταγωνισμού (CMA) συνιστά ο έλεγχος του ανταγωνισμού στις τηλεπικοινωνίες στη Βρετανία. (Ποιο καθεστώς εποπτείας εφαρμόζεται στη βρετανική αγορά τηλεπικοινωνιών, Η Καθημερινή, 20 Μαΐου 2020)
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τις λέξεις συναρμόζω και αρμόζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συναρμοδιότητα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)