youth

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
youth youths

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

youth (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η νεότητα, η νιότη, τα νιάτα, η μικρή κάποιου ηλικία, ο χρόνος της ζωής που ένα άτομο είναι νέος
    the friends of my youth - οι φίλοι της νεότητάς/νιότης μου
    in my youth - στα νιάτα μου
    Do you have any memories from your youth?
    Έχεις καθόλου μνήμες από τη μικρή σου ηλικία;
  2. (μόνο πληθυντικός, συνήθως ως the youth) η νεολαία, τα νιάτα, η νεότητα, το σύνολο των νέων
    the village youth - η νεολαία του χωριού
    the youth of a nation - τα νιάτα ενός έθνους
    a youth hostel - ξενώνας νεότητας
    It is up to the youth to better society.
    Στους νέους ανήκει το να καλυτερέψουν την κοινωνία.

Πηγές[επεξεργασία]