payment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
payment | payments |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- payment < παλαιά γαλλική paiement. Μορφολογικά αναλύεται σε pay + -ment
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
payment (en)
- η πληρωμή