down payment

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
down payment down payments

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

down payment (en) → δείτε τις λέξεις down και payment

  • η προκαταβολή
    I don’t have enough money for the down payment for the house.
    Δεν έχω αρκετά χρήματα για την προκαταβολή για το σπίτι.

Συνώνυμα[επεξεργασία]